- Κλεῖτον
- Κλεῖτοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κλέιτον-Μπούλουερ, συνθήκη — (Clayton Bulwer Treaty).Η πρώτη συνθήκη που συνάφθηκε ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, για την κατασκευή μιας διώρυγας μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού ωκεανού στην Κεντρική Αμερική. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 19 Απριλίου 1850 από τον… … Dictionary of Greek
Κλειτόν — Κλειτός renowned masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειτόν — κλειτός renowned masc acc sg κλειτός renowned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιούρεϊ, Χάρολντ Κλέιτον — (Harold Clayton Urey, Βάλκερτον, Ινδιάνα 1893 – 1981). Αμερικανός χημικός. Σπούδασε ζωολογία και χημεία και για ένα μικρό διάστημα εργάστηκε μαζί με τον χημικό Μπορ στην Κοπεγχάγη. Έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και… … Dictionary of Greek
Γουλφ, Τόμας Κλέιτον — (Thomas Clayton Wolfe, Άσβιλ, Βόρεια Καρολίνα 1900 – Βαλτιμόρη 1938). Αμερικανός συγγραφέας. «Ο κόσμος μου ανήκε στην εργατική τάξη», έγραψε ο Γ., που έζησε πράγματι τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα στους ορεσίβιους της Βόρειας Καρολίνας και στο… … Dictionary of Greek
τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… … Dictionary of Greek
Μπόνο — (Bono, Δουβλίνο 1960 ). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιρλανδού τραγουδιστή και συνθέτη Πολ Χιούσον (Paul Hewson). Σε ηλικία 15 ετών ξεκίνησε να παίζει κιθάρα, με ακούσματα από Θιν Λίζι, Ραμόνς, Τελεβίζιον και Πάτι Σμιθ. Στο σχολείο απέκτησε το… … Dictionary of Greek